- βορεινός
- βορεινός, ή, όν,A = βόρειος, A.D.Synt.94.15, CPHerm.28.13 (iii A. D.): —also [full] βορινός, ή, όν, POxy.498.8 (ii A. D.): [full] βορρινός, ή, όν, ib.243.21 (i A. D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βορεινός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορεινός — ή, ό (AM βορεινός, ή, όν) [Βορέας] ο βόρειος … Dictionary of Greek
βορεινόν — βορεινός masc acc sg βορεινός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορειναῖς — βορεινός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορεινοτέροις — βορεινός masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορεινοῖς — βορεινός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορεινοί — βορεινός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορεινοῦ — βορεινός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορεινή — βορεινός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορεινήν — βορεινός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορεινῷ — βορεινός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)